Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comprensibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komprensibiliˈta]

1 ικανότητα κατανόησης
2 αντιληπτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comprensibile comprensione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comprendente (επίθ.)
comprendere (ρ. μτβ.)
comprendersi (ρ. μ. αμτβ.)
comprendonio (ουσ αρσ )
comprensibile (επίθ.)
comprensibilità (θηλ.ουσ)
comprensione (θηλ.ουσ)
comprensività (θηλ.ουσ)
comprensivo (επίθ.)
comprensorio (ουσ αρσ )
compreso (επίθ.)
compressa (θηλ.ουσ)
compressibile (επίθ.)
compressibilità (θηλ.ουσ)
compressione (θηλ.ουσ)
compressivo (επίθ.)
compresso (επίθ.)
compressore (ουσ αρσ )
compressore (επίθ.)
comprimario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---