Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comprèssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komˈprɛssa]

1 το χάπι, το δισκίο
2 (benda) η κομπρέσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compreso compressibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comprensione (θηλ.ουσ)
comprensività (θηλ.ουσ)
comprensivo (επίθ.)
comprensorio (ουσ αρσ )
compreso (επίθ.)
compressa (θηλ.ουσ)
compressibile (επίθ.)
compressibilità (θηλ.ουσ)
compressione (θηλ.ουσ)
compressivo (επίθ.)
compresso (επίθ.)
compressore (ουσ αρσ )
compressore (επίθ.)
comprimario (αρσ. επίθ και ουσ)
comprimere (ρ. μτβ.)
comprimibile (επίθ.)
comprimibilità (θηλ.ουσ)
compromesso (ουσ αρσ )
compromettente (επίθ.)
compromettere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---