Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comprimàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kompriˈmarjo]

γιατρός από κοινού διευθυντής με άλλον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compressore comprimere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compressione (θηλ.ουσ)
compressivo (επίθ.)
compresso (επίθ.)
compressore (ουσ αρσ )
compressore (επίθ.)
comprimario (αρσ. επίθ και ουσ)
comprimere (ρ. μτβ.)
comprimibile (επίθ.)
comprimibilità (θηλ.ουσ)
compromesso (ουσ αρσ )
compromettente (επίθ.)
compromettere (ρ. μτβ.)
compromettersi (ρ.μ. (αντων.))
compromissorio (επίθ.)
comproprietà (θηλ.ουσ)
comproprietario (ουσ αρσ )
comprova (θηλ.ουσ)
comprovabile (επίθ.)
comprovare (ρ. μτβ.)
compulsare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---