Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comprovàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [komproˈvare]

1 επαληθεύω
2 κυρώνω
3 αποδεικνύω
4 τεκμηριώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comprovabile compulsare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compromissorio (επίθ.)
comproprietà (θηλ.ουσ)
comproprietario (ουσ αρσ )
comprova (θηλ.ουσ)
comprovabile (επίθ.)
comprovare (ρ. μτβ.)
compulsare (ρ. μτβ.)
compunto (επίθ.)
compunzione (θηλ.ουσ)
computabile (επίθ.)
computare (ρ. μτβ.)
computazionale (επίθ.)
computer (ουσ αρσ )
computerizzabile (επίθ.)
computerizzare (ρ. μτβ.)
computerizzazione (θηλ.ουσ)
computista (ουσ αρσ και θηλ.)
computisteria (θηλ.ουσ)
computo (ουσ αρσ )
comunale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---