Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compunzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kompunˈtsjone]

1 μετάνοια
2 ηθικός ενδοιασμός
3 υποκριτική μεταμέλεια
4 μεταμέλεια
5 τύψεις (συνείδησης)
6 έλεγχος συνείδησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compunto computabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comprova (θηλ.ουσ)
comprovabile (επίθ.)
comprovare (ρ. μτβ.)
compulsare (ρ. μτβ.)
compunto (επίθ.)
compunzione (θηλ.ουσ)
computabile (επίθ.)
computare (ρ. μτβ.)
computazionale (επίθ.)
computer (ουσ αρσ )
computerizzabile (επίθ.)
computerizzare (ρ. μτβ.)
computerizzazione (θηλ.ουσ)
computista (ουσ αρσ και θηλ.)
computisteria (θηλ.ουσ)
computo (ουσ αρσ )
comunale (επίθ.)
comunanza (θηλ.ουσ)
comunardo (αρσ. επίθ και ουσ)
comune (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---