Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòmputo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmputo] 1 λογαριασμός 2 εκτίμηση 3 υπολογισμός 4 λογισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |