Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comunicabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komunikabiliˈta]

μεταδοτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comunicabile comunicando  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comune (θηλ.ουσ)
comune (επίθ.)
comunella (θηλ.ουσ)
comunemente (επίρ.)
comunicabile (επίθ.)
comunicabilità (θηλ.ουσ)
comunicando (ουσ αρσ )
comunicante (ουσ αρσ και θηλ.)
comunicante (επίθ.)
comunicare (ρ.αμτβ.)
comunicare (ρ. μτβ.)
comunicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comunicativa (θηλ.ουσ)
comunicativo (επίθ.)
comunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
comunicazione (θηλ.ουσ)
comunione (θηλ.ουσ)
comunismo (ουσ αρσ )
comunista (ουσ αρσ και θηλ.)
comunista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---