Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comunicatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komunikaˈtivo]

1 ευγενικός
2 εγκάρδιος
3 μολυσματικός
4 κοινωνικός
5 που εξωτερικεύει με την ομιλία τις σκέψεις ή τα αισθήματά του
6 ομιλητικός
7 επικοινωνιακός
8 λάλος
9 ευπροσήγορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comunicativa comunicato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunicante (επίθ.)
comunicare (ρ.αμτβ.)
comunicare (ρ. μτβ.)
comunicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comunicativa (θηλ.ουσ)
comunicativo (επίθ.)
comunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
comunicazione (θηλ.ουσ)
comunione (θηλ.ουσ)
comunismo (ουσ αρσ )
comunista (ουσ αρσ και θηλ.)
comunista (επίθ.)
comunistico (επίθ.)
comunistizzare (ρ. μτβ.)
comunità (θηλ.ουσ)
comunitario (επίθ.)
comunque (σύνδ.)
comunque (επίρ.)
con (πρόθ.)
conato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---