Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cón  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈkon]

με


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comunque conato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


con calma = με το πάσο μου || con l'andar del tempo = συν τω χρόνω || flirtare con = ζαχαρώνω με


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunistizzare (ρ. μτβ.)
comunità (θηλ.ουσ)
comunitario (επίθ.)
comunque (σύνδ.)
comunque (επίρ.)
con (πρόθ.)
conato (ουσ αρσ )
conca (θηλ.ουσ)
concatenamento (ουσ αρσ )
concatenare (ρ. μτβ.)
concatenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concatenato (επίθ.)
concatenazione (θηλ.ουσ)
concausa (θηλ.ουσ)
concavità (θηλ.ουσ)
concavo (αρσ. επίθ και ουσ)
concedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concedibile (επίθ.)
concelebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---