Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concàusa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈkawza]

1 παράγοντας
2 επακόλουθο
3 υποδεέστερη αιτία
4 συνδεόμενη αιτία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concatenazione concavità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concatenamento (ουσ αρσ )
concatenare (ρ. μτβ.)
concatenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concatenato (επίθ.)
concatenazione (θηλ.ουσ)
concausa (θηλ.ουσ)
concavità (θηλ.ουσ)
concavo (αρσ. επίθ και ουσ)
concedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concedibile (επίθ.)
concelebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concelebrare (ρ. μτβ.)
concelebrazione (θηλ.ουσ)
concento (ουσ αρσ )
concentramento (ουσ αρσ )
concentrare (ρ. μτβ.)
concentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concentrato (ουσ αρσ )
concentrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---