Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concatenàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konkateˈnato]

συνδεδεμένος αλυσιδωτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concatenarsi concatenazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conato (ουσ αρσ )
conca (θηλ.ουσ)
concatenamento (ουσ αρσ )
concatenare (ρ. μτβ.)
concatenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concatenato (επίθ.)
concatenazione (θηλ.ουσ)
concausa (θηλ.ουσ)
concavità (θηλ.ουσ)
concavo (αρσ. επίθ και ουσ)
concedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concedibile (επίθ.)
concelebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concelebrare (ρ. μτβ.)
concelebrazione (θηλ.ουσ)
concento (ουσ αρσ )
concentramento (ουσ αρσ )
concentrare (ρ. μτβ.)
concentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---