Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cónca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkonka]

1 κοίλωμα
2 κοχύλι
3 κόγχη
4 κοιλότητα
5 βαθούλωμα
6 σκάφη
7 λεκάνη (μεγάλη πήλινη)
8 στέρνα
9 κόγχη αψίδας
10 δεξαμενή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conato concatenamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunitario (επίθ.)
comunque (σύνδ.)
comunque (επίρ.)
con (πρόθ.)
conato (ουσ αρσ )
conca (θηλ.ουσ)
concatenamento (ουσ αρσ )
concatenare (ρ. μτβ.)
concatenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concatenato (επίθ.)
concatenazione (θηλ.ουσ)
concausa (θηλ.ουσ)
concavità (θηλ.ουσ)
concavo (αρσ. επίθ και ουσ)
concedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concedibile (επίθ.)
concelebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concelebrare (ρ. μτβ.)
concelebrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---