Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comùnque  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [koˈmunkwe]

ωστόσο, όμως

comùnque  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [koˈmunkwe]

οπωσδήποτε, εν πάσει περιπτώσει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comunitario con  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunista (επίθ.)
comunistico (επίθ.)
comunistizzare (ρ. μτβ.)
comunità (θηλ.ουσ)
comunitario (επίθ.)
comunque (σύνδ.)
comunque (επίρ.)
con (πρόθ.)
conato (ουσ αρσ )
conca (θηλ.ουσ)
concatenamento (ουσ αρσ )
concatenare (ρ. μτβ.)
concatenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concatenato (επίθ.)
concatenazione (θηλ.ουσ)
concausa (θηλ.ουσ)
concavità (θηλ.ουσ)
concavo (αρσ. επίθ και ουσ)
concedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---