Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcavità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konkaviˈta] 1 βαθούλωμα 2 κοτύλη 3 κοιλότητα 4 κοίλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |