Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcatenazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konkatenatˈtsjone] 1 διαδοχή 2 ενδιάμεσος σύνδεσμος 3 δεσμός 4 αλληλουχία 5 διασύνδεση 6 σύνδεση 7 συνένωση 8 σύζευξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |