Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concatenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konkateˈnare]

1 συνδέω αλυσιδωτά
2 συνδέω

concatenàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konkateˈnarsi]

1 συνδέομαι
2 διασυνδέομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concatenamento concatenato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunque (επίρ.)
con (πρόθ.)
conato (ουσ αρσ )
conca (θηλ.ουσ)
concatenamento (ουσ αρσ )
concatenare (ρ. μτβ.)
concatenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concatenato (επίθ.)
concatenazione (θηλ.ουσ)
concausa (θηλ.ουσ)
concavità (θηλ.ουσ)
concavo (αρσ. επίθ και ουσ)
concedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concedibile (επίθ.)
concelebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concelebrare (ρ. μτβ.)
concelebrazione (θηλ.ουσ)
concento (ουσ αρσ )
concentramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---