Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcentràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [konʧenˈtrare] 1 ενώνομαι 2 εκφράζομαι πυκνά 3 συμπυκνώνω διάλυμα 4 συγχωνεύομαι 5 αναμειγνύω 6 συγχωνεύω 7 εστιάζομαι 8 συναντιέμαι 9 μαζεύω 10 συγκεντρώνω 11 συγκεντρώνομαι 12 μαζεύομαι 13 μαζεύω σε σύνολο concentràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [konʧenˈtrarsi] συγκεντρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |