Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concentrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʧentratˈtsjone]

1 εστίαση
2 άθροιση
3 σύναξη
4 ισχύς
5 συνένωση
6 σύντηξη
7 συγχώνευση
8 συμπύκνωση
9 συνάθροιση
10 συγκέντρωση
11 συρροή
12 συσσώρευση
13 σύναγμα
14 μάζωξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concentratore concentricità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concentrare (ρ. μτβ.)
concentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
concentrato (ουσ αρσ )
concentrato (επίθ.)
concentratore (ουσ αρσ )
concentrazione (θηλ.ουσ)
concentricità (θηλ.ουσ)
concentrico (αρσ. επίθ και ουσ)
concepibile (επίθ.)
concepibilità (θηλ.ουσ)
concepimento (ουσ αρσ )
concepire (ρ. μτβ.)
conceria (θηλ.ουσ)
concernente (επίθ.)
concernere (ρ. μτβ.)
concertante (επίθ.)
concertare (ρ. μτβ.)
concertarsi (ρ.μ. (αντων.))
concertato (ουσ αρσ )
concertato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---