Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comunìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komuˈnizmo]

κομουνισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comunione comunista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunicativa (θηλ.ουσ)
comunicativo (επίθ.)
comunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
comunicazione (θηλ.ουσ)
comunione (θηλ.ουσ)
comunismo (ουσ αρσ )
comunista (ουσ αρσ και θηλ.)
comunista (επίθ.)
comunistico (επίθ.)
comunistizzare (ρ. μτβ.)
comunità (θηλ.ουσ)
comunitario (επίθ.)
comunque (σύνδ.)
comunque (επίρ.)
con (πρόθ.)
conato (ουσ αρσ )
conca (θηλ.ουσ)
concatenamento (ουσ αρσ )
concatenare (ρ. μτβ.)
concatenarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---