Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comunicatìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komunikaˈtiva]

1 ικανότητα επικοινωνίας
2 ομιλητικότητα
3 ισχύς της επικοινωνίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comunicarsi comunicativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunicante (ουσ αρσ και θηλ.)
comunicante (επίθ.)
comunicare (ρ.αμτβ.)
comunicare (ρ. μτβ.)
comunicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comunicativa (θηλ.ουσ)
comunicativo (επίθ.)
comunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
comunicazione (θηλ.ουσ)
comunione (θηλ.ουσ)
comunismo (ουσ αρσ )
comunista (ουσ αρσ και θηλ.)
comunista (επίθ.)
comunistico (επίθ.)
comunistizzare (ρ. μτβ.)
comunità (θηλ.ουσ)
comunitario (επίθ.)
comunque (σύνδ.)
comunque (επίρ.)
con (πρόθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---