Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comunèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komuˈnɛlla]

1 πασπαρτού
2 κλειδί για όλες τις κλειδαριές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comune comunemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunanza (θηλ.ουσ)
comunardo (αρσ. επίθ και ουσ)
comune (ουσ αρσ )
comune (θηλ.ουσ)
comune (επίθ.)
comunella (θηλ.ουσ)
comunemente (επίρ.)
comunicabile (επίθ.)
comunicabilità (θηλ.ουσ)
comunicando (ουσ αρσ )
comunicante (ουσ αρσ και θηλ.)
comunicante (επίθ.)
comunicare (ρ.αμτβ.)
comunicare (ρ. μτβ.)
comunicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comunicativa (θηλ.ουσ)
comunicativo (επίθ.)
comunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
comunicazione (θηλ.ουσ)
comunione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---