Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comuneménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [komuneˈmente]

1 γενικά
2 από κοινού
3 κοινά
4 συνήθως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comunella comunicabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comunardo (αρσ. επίθ και ουσ)
comune (ουσ αρσ )
comune (θηλ.ουσ)
comune (επίθ.)
comunella (θηλ.ουσ)
comunemente (επίρ.)
comunicabile (επίθ.)
comunicabilità (θηλ.ουσ)
comunicando (ουσ αρσ )
comunicante (ουσ αρσ και θηλ.)
comunicante (επίθ.)
comunicare (ρ.αμτβ.)
comunicare (ρ. μτβ.)
comunicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comunicativa (θηλ.ουσ)
comunicativo (επίθ.)
comunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
comunicazione (θηλ.ουσ)
comunione (θηλ.ουσ)
comunismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---