Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compùnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komˈpunto]

1 συντετριμμένος τη καρδία
2 άθλιος
3 υποκριτικά μετανοών
4 λυπημένος και μετανοιωμένος
5 μετανοημένος
6 μετανοιωμένος
7 περίλυπος
8 που τύπτεται από την συνείδησή του


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compulsare compunzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comproprietario (ουσ αρσ )
comprova (θηλ.ουσ)
comprovabile (επίθ.)
comprovare (ρ. μτβ.)
compulsare (ρ. μτβ.)
compunto (επίθ.)
compunzione (θηλ.ουσ)
computabile (επίθ.)
computare (ρ. μτβ.)
computazionale (επίθ.)
computer (ουσ αρσ )
computerizzabile (επίθ.)
computerizzare (ρ. μτβ.)
computerizzazione (θηλ.ουσ)
computista (ουσ αρσ και θηλ.)
computisteria (θηλ.ουσ)
computo (ουσ αρσ )
comunale (επίθ.)
comunanza (θηλ.ουσ)
comunardo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---