Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comproprietàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komproprjeˈtarjo]

συνιδιοκτήτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comproprietà comprova  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compromettente (επίθ.)
compromettere (ρ. μτβ.)
compromettersi (ρ.μ. (αντων.))
compromissorio (επίθ.)
comproprietà (θηλ.ουσ)
comproprietario (ουσ αρσ )
comprova (θηλ.ουσ)
comprovabile (επίθ.)
comprovare (ρ. μτβ.)
compulsare (ρ. μτβ.)
compunto (επίθ.)
compunzione (θηλ.ουσ)
computabile (επίθ.)
computare (ρ. μτβ.)
computazionale (επίθ.)
computer (ουσ αρσ )
computerizzabile (επίθ.)
computerizzare (ρ. μτβ.)
computerizzazione (θηλ.ουσ)
computista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---