Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


computer  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpjuter]

το κομπιούτερ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  computazionale computerizzabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


computer [αρσ. άκλ.] portatile = ο φορητός υπολογιστής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compunto (επίθ.)
compunzione (θηλ.ουσ)
computabile (επίθ.)
computare (ρ. μτβ.)
computazionale (επίθ.)
computer (ουσ αρσ )
computerizzabile (επίθ.)
computerizzare (ρ. μτβ.)
computerizzazione (θηλ.ουσ)
computista (ουσ αρσ και θηλ.)
computisteria (θηλ.ουσ)
computo (ουσ αρσ )
comunale (επίθ.)
comunanza (θηλ.ουσ)
comunardo (αρσ. επίθ και ουσ)
comune (ουσ αρσ )
comune (θηλ.ουσ)
comune (επίθ.)
comunella (θηλ.ουσ)
comunemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---