Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comprìmere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈprimere]

1 ζουπίζω
2 ζουλώ
3 ζουλίζω
4 ζουπώ
5 χαλιναγωγώ
6 αναχαιτίζω
7 καταπιέζω
8 καταπνίγω
9 σφίγγω
10 πιέζω
11 συμπιέζω
12 συνθλίβω
13 περιορίζω
14 στριμώχνω
15 θλίβω
16 πατικώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comprimario comprimibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compressivo (επίθ.)
compresso (επίθ.)
compressore (ουσ αρσ )
compressore (επίθ.)
comprimario (αρσ. επίθ και ουσ)
comprimere (ρ. μτβ.)
comprimibile (επίθ.)
comprimibilità (θηλ.ουσ)
compromesso (ουσ αρσ )
compromettente (επίθ.)
compromettere (ρ. μτβ.)
compromettersi (ρ.μ. (αντων.))
compromissorio (επίθ.)
comproprietà (θηλ.ουσ)
comproprietario (ουσ αρσ )
comprova (θηλ.ουσ)
comprovabile (επίθ.)
comprovare (ρ. μτβ.)
compulsare (ρ. μτβ.)
compunto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---