Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompósto, compòsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [komˈposto], [komˈpɔsto] μείγμα compósto, compòsto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [komˈposto], [komˈpɔsto] σύνθετος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |