Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compósto, compòsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈposto], [komˈpɔsto]

μείγμα

compósto, compòsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komˈposto], [komˈpɔsto]

σύνθετος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compostiera compra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compossesso (ουσ αρσ )
compossessore (ουσ αρσ )
composta (θηλ.ουσ)
compostezza (θηλ.ουσ)
compostiera (θηλ.ουσ)
composto (ουσ αρσ )
composto (επίθ.)
compra (θηλ.ουσ)
comprabile (επίθ.)
comprare (ρ. μτβ.)
compratore (ουσ αρσ )
comprendente (επίθ.)
comprendere (ρ. μτβ.)
comprendersi (ρ. μ. αμτβ.)
comprendonio (ουσ αρσ )
comprensibile (επίθ.)
comprensibilità (θηλ.ουσ)
comprensione (θηλ.ουσ)
comprensività (θηλ.ουσ)
comprensivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---