Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compostézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komposˈtettsa]

1 ευπρέπεια
2 αξιοπρέπεια
3 επιβάλλον
4 κοσμιότητα
5 μετριοπάθεια
6 συγκρότηση
7 αυτοπειθαρχία
8 αυτοκυριαρχία
9 ηρεμία
10 αυτοσυγκράτηση
11 αυτοπεποίθηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  composta compostiera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compositrice (θηλ.ουσ)
composizione (θηλ.ουσ)
compossesso (ουσ αρσ )
compossessore (ουσ αρσ )
composta (θηλ.ουσ)
compostezza (θηλ.ουσ)
compostiera (θηλ.ουσ)
composto (ουσ αρσ )
composto (επίθ.)
compra (θηλ.ουσ)
comprabile (επίθ.)
comprare (ρ. μτβ.)
compratore (ουσ αρσ )
comprendente (επίθ.)
comprendere (ρ. μτβ.)
comprendersi (ρ. μ. αμτβ.)
comprendonio (ουσ αρσ )
comprensibile (επίθ.)
comprensibilità (θηλ.ουσ)
comprensione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---