Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompósta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [komˈposta] 1 φουσκί 2 λίπασμα από φύλλα 3 κομπόστα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |