Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompossessóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kompossesˈsore] 1 συγκάτοχος 2 συνιδιοκτήτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |