Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompositóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kompoziˈtojo] 1 συνθετήριο 2 ράβδος στοιχειοθεσίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |