Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpɔrto]

1 αναβολή
2 καθυστέρηση (δρομολογίου τρένου)
3 χάρη
4 αβάντζο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comportarsi composite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comportamentista (ουσ αρσ και θηλ.)
comportamentistico (επίθ.)
comportamento (ουσ αρσ )
comportare (ρ. μτβ.)
comportarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comporto (ουσ αρσ )
composite (θηλ. ουσ πληθ.)
compositivo (επίθ.)
composito (αρσ. επίθ και ουσ)
compositoio (ουσ αρσ )
compositore (αρσ. επίθ και ουσ)
compositrice (θηλ.ουσ)
composizione (θηλ.ουσ)
compossesso (ουσ αρσ )
compossessore (ουσ αρσ )
composta (θηλ.ουσ)
compostezza (θηλ.ουσ)
compostiera (θηλ.ουσ)
composto (ουσ αρσ )
composto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---