Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [komˈpɔrto] 1 αναβολή 2 καθυστέρηση (δρομολογίου τρένου) 3 χάρη 4 αβάντζο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |