Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comportàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [komporˈtare]

1 περιέχω
2 επιτρέπω
3 περιλαμβάνω

comportàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [komporˈtarsi]

φέρνομαι, συμπεριφέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comportamento comporto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comporre (ρ. μτβ.)
comportamentismo (ουσ αρσ )
comportamentista (ουσ αρσ και θηλ.)
comportamentistico (επίθ.)
comportamento (ουσ αρσ )
comportare (ρ. μτβ.)
comportarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comporto (ουσ αρσ )
composite (θηλ. ουσ πληθ.)
compositivo (επίθ.)
composito (αρσ. επίθ και ουσ)
compositoio (ουσ αρσ )
compositore (αρσ. επίθ και ουσ)
compositrice (θηλ.ουσ)
composizione (θηλ.ουσ)
compossesso (ουσ αρσ )
compossessore (ουσ αρσ )
composta (θηλ.ουσ)
compostezza (θηλ.ουσ)
compostiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---