Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


completaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompletaˈmento]

1 συντέλεση
2 συμπλήρωση
3 τελείωμα
4 τελειοποίηση
5 αποτελείωμα
6 αποπεράτωση
7 περάτωση
8 ολοκλήρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  completamente completare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

complessivamente (επίρ.)
complessivo (επίθ.)
complesso (ουσ αρσ )
complesso (επίθ.)
completamente (επίρ.)
completamento (ουσ αρσ )
completare (ρ. μτβ.)
completezza (θηλ.ουσ)
completo (ουσ αρσ )
completo (επίθ.)
complicare (ρ. μτβ.)
complicarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
complicato (επίθ.)
complicazione (θηλ.ουσ)
complice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
complicità (θηλ.ουσ)
complimentare (ρ. μτβ.)
complimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
complimento (ουσ αρσ )
complimentoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---