ItalianoGreco


completaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompletaˈmento]

1 συντέλεση
2 συμπλήρωση
3 τελείωμα
4 τελειοποίηση
5 αποτελείωμα
6 αποπεράτωση
7 περάτωση
8 ολοκλήρωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---