ItalianoGreco


complèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈplɛsso]

1 το συγκρότημα
2 (musicale) το γρουπ
3 psicologia το σύμπλεγμα

complèsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komˈplɛsso]

σύνθετος (-η, -ο), πολύπλοκος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nel complesso = σε γενικές γραμμές



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---