Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


complessivaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [komplessivaˈmente]

1 σαν σύνολο
2 συλλήβδην
3 στο σύνολο
4 ολικά
5 συνολικά
6 καθ' ολοκληρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  complessità complessivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

complemento (ουσ αρσ )
complessato (ουσ αρσ )
complessato (επίθ.)
complessione (θηλ.ουσ)
complessità (θηλ.ουσ)
complessivamente (επίρ.)
complessivo (επίθ.)
complesso (ουσ αρσ )
complesso (επίθ.)
completamente (επίρ.)
completamento (ουσ αρσ )
completare (ρ. μτβ.)
completezza (θηλ.ουσ)
completo (ουσ αρσ )
completo (επίθ.)
complicare (ρ. μτβ.)
complicarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
complicato (επίθ.)
complicazione (θηλ.ουσ)
complice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---