Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cómpera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkompera]

1 ψώνια
2 αγορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compenso comperare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


le compere [θηλ. πλυθ.] = τα ψώνια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compensativo (αρσ. επίθ και ουσ)
compensato (αρσ. επίθ και ουσ)
compensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
compensazione (θηλ.ουσ)
compenso (ουσ αρσ )
compera (θηλ.ουσ)
comperare (ρ. μτβ.)
competente (ουσ αρσ και θηλ.)
competente (επίθ.)
competenza (θηλ.ουσ)
competere (ρ.αμτβ.)
competitività (θηλ.ουσ)
competitivo (επίθ.)
competitore (αρσ. επίθ και ουσ)
competizione (θηλ.ουσ)
compiacente (επίθ.)
compiacenza (θηλ.ουσ)
compiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compiacersi (ρ. μ. αμτβ.)
compiacimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---