Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompensatìvo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kompensaˈtivo] 1 ισοφάριση 2 εξισορρόπηση 3 αντιστάθμιση 4 συμψηφιστικός 5 αντισταθμιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |