Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compensàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kompenˈsare]

1 επιβραβεύω
2 ανταμείβω
3 αποκαθιστώ την ισορροπία
4 ανταποδίδω
5 ισοσταθμίζω
6 ισορροπώ
7 αντιζυγίζω
8 εξισορροπώ
9 αποζημιώνω
10 αντισταθμίζω
11 εξουδετερώνω
12 εξουδετερώνω αντίθετες τάσεις
13 συμψηφίζω
14 ισοφαρίζω

compensarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kompenˈsarsi]

1 ισοφαρίζομαι
2 συμψηφίζομαι
3 εξουδετερώνομαι
4 αντισταθμίζομαι
5 εξισορροπούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compensabilità compensativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compenetrare (ρ. μτβ.)
compenetrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
compenetrazione (θηλ.ουσ)
compensabile (επίθ.)
compensabilità (θηλ.ουσ)
compensare (ρ. μτβ.)
compensarsi (ρ.μ. (αντων.))
compensativo (αρσ. επίθ και ουσ)
compensato (αρσ. επίθ και ουσ)
compensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
compensazione (θηλ.ουσ)
compenso (ουσ αρσ )
compera (θηλ.ουσ)
comperare (ρ. μτβ.)
competente (ουσ αρσ και θηλ.)
competente (επίθ.)
competenza (θηλ.ουσ)
competere (ρ.αμτβ.)
competitività (θηλ.ουσ)
competitivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---