Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compensatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kompensaˈtore]

1 ποτενσιόμετρο αντιστάθμισης
2 πυκνωτής αντιστάθμισης
3 διορθωτής αποκλίσεων πυξίδας
4 διάταξη αντιστάθμισης
5 ρυθμιστής φάσεων
6 πλήκτρο στηλοθέτησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compensato compensazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compensabilità (θηλ.ουσ)
compensare (ρ. μτβ.)
compensarsi (ρ.μ. (αντων.))
compensativo (αρσ. επίθ και ουσ)
compensato (αρσ. επίθ και ουσ)
compensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
compensazione (θηλ.ουσ)
compenso (ουσ αρσ )
compera (θηλ.ουσ)
comperare (ρ. μτβ.)
competente (ουσ αρσ και θηλ.)
competente (επίθ.)
competenza (θηλ.ουσ)
competere (ρ.αμτβ.)
competitività (θηλ.ουσ)
competitivo (επίθ.)
competitore (αρσ. επίθ και ουσ)
competizione (θηλ.ουσ)
compiacente (επίθ.)
compiacenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---