Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompensatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kompensaˈtore] 1 ποτενσιόμετρο αντιστάθμισης 2 πυκνωτής αντιστάθμισης 3 διορθωτής αποκλίσεων πυξίδας 4 διάταξη αντιστάθμισης 5 ρυθμιστής φάσεων 6 πλήκτρο στηλοθέτησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |