Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompènso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [komˈpɛnso] η αμοιβή, η ανταμοιβή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin compenso = σε αντάλλαγμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |