Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompendiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kompendjaˈtore] 1 αυτός που καταλήγει συνοψίζοντας 2 αυτός που κάνει επιτομή 3 αυτός που συνοψίζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |