Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compatròno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompaˈtrɔno]

από κοινού με άλλον άγιο προστάτης (πόλης ή περιοχής)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compatriota compattezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compatibilità (θηλ.ουσ)
compatibilmente (επίρ.)
compatimento (ουσ αρσ )
compatire (ρ. μτβ.)
compatriota (ουσ αρσ και θηλ.)
compatrono (ουσ αρσ )
compattezza (θηλ.ουσ)
compatto (αρσ. επίθ και ουσ)
compendiare (ρ. μτβ.)
compendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
compendiatore (ουσ αρσ )
compendio (ουσ αρσ )
compendiosità (θηλ.ουσ)
compendioso (επίθ.)
compenetrabile (επίθ.)
compenetrabilità (θηλ.ουσ)
compenetrare (ρ. μτβ.)
compenetrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
compenetrazione (θηλ.ουσ)
compensabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---