Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompatriòta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kompatriˈta] 1 πατριωτάκι 2 συχωριανός 3 συμπατριώτης 4 συμπολίτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |