Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compatiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompatiˈmento]

1 συναισθηματική ταύτιση
2 ανεκτικότητα
3 συμπόνια
4 συμπαράσταση
5 ανεξικακία
6 μακροθυμία
7 άφεση αμαρτιών
8 ανοχή
9 επιείκεια
10 συγκατάβαση
11 συμπάθεια
12 συμπόνια
13 οικτιρμός
14 οίκτος
15 ψυχοπόνια
16 προστατευτισμός
17 συγκαταβατικότητα
18 έλεος
19 καταδεκτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compatibilmente compatire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compassionevole (επίθ.)
compasso (ουσ αρσ )
compatibile (επίθ.)
compatibilità (θηλ.ουσ)
compatibilmente (επίρ.)
compatimento (ουσ αρσ )
compatire (ρ. μτβ.)
compatriota (ουσ αρσ και θηλ.)
compatrono (ουσ αρσ )
compattezza (θηλ.ουσ)
compatto (αρσ. επίθ και ουσ)
compendiare (ρ. μτβ.)
compendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
compendiatore (ουσ αρσ )
compendio (ουσ αρσ )
compendiosità (θηλ.ουσ)
compendioso (επίθ.)
compenetrabile (επίθ.)
compenetrabilità (θηλ.ουσ)
compenetrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---