Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compassionévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kompassjoˈnevole]

1 θλιβερός
2 αξιοδάκρυτος
3 δυστυχισμένος
4 οικτρός
5 αξιολύπητος
6 αξιοθρήνητος
7 καψερός
8 ταλαίπωρος
9 κακομοίρης
10 δυστυχής
11 ελεεινός
12 πονεσιάρης
13 πονετικός
14 καλόψυχος
15 ευσπλαχνικός
16 εύσπλαχνος
17 πονόκαρδος
18 ψυχόπονος
19 ψυχοπονιάρης
20 συμπονετικός
21 πονόψυχος
22 σπλαχνικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compassione compasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compartizione (θηλ.ουσ)
comparto (ουσ αρσ )
compassato (επίθ.)
compassionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compassione (θηλ.ουσ)
compassionevole (επίθ.)
compasso (ουσ αρσ )
compatibile (επίθ.)
compatibilità (θηλ.ουσ)
compatibilmente (επίρ.)
compatimento (ουσ αρσ )
compatire (ρ. μτβ.)
compatriota (ουσ αρσ και θηλ.)
compatrono (ουσ αρσ )
compattezza (θηλ.ουσ)
compatto (αρσ. επίθ και ουσ)
compendiare (ρ. μτβ.)
compendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
compendiatore (ουσ αρσ )
compendio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---