Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompassióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kompasˈsjone] 1 συμπάθεια 2 συμπόνια 3 έλεος 4 ευσπλαχνία 5 οίκτος 6 πονοψυχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |