Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compartìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [komparˈtire]

1 διαμερίζω
2 μοιράζω
3 επιμερίζω
4 μερίζω
5 κατανέμω
6 διαμοιράζω
7 διαχωρίζω
8 κατανέμω
9 διανέμω
10 διευθετώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compartimento compartizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compartecipazione (θηλ.ουσ)
compartecipe (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
compartimentale (επίθ.)
compartimentazione (θηλ.ουσ)
compartimento (ουσ αρσ )
compartire (ρ. μτβ.)
compartizione (θηλ.ουσ)
comparto (ουσ αρσ )
compassato (επίθ.)
compassionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compassione (θηλ.ουσ)
compassionevole (επίθ.)
compasso (ουσ αρσ )
compatibile (επίθ.)
compatibilità (θηλ.ουσ)
compatibilmente (επίρ.)
compatimento (ουσ αρσ )
compatire (ρ. μτβ.)
compatriota (ουσ αρσ και θηλ.)
compatrono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---