Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompartiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kompartiˈmento] 1 διαμέρισμα 2 διαχωρισμός σε τμήματα 3 τμήμα 4 υποδιαίρεση 5 τομέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |