Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompartizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kompartitˈtsjone] 1 τμήμα 2 διαίρεση 3 μοιρασιά 4 μοίρασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |